- φλουορεσκεΐνη
- η, Ν1. χημ. τετρακυκλική αρωματική οργανική ένωση, πορτοκαλέρυθρη χρωστική ύλη, που ανήκει στην οικογένεια τών φθαλεϊνών και είναι γνωστή και ως ρεσορκινολοφθαλεΐνη2. (φαρμ.) α) κολλύριο με βάση την παραπάνω ένωση, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανίχνευση εξελκώσεων και ξένων σωμάτων στον κερατοειδή τού ματιούβ) διάλυμα χρησιμοποιούμενο σε επαλείψεις επί εκζέματος και μολυσματικών δερματοπαθειών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fluorescein < fluoresce < fluorescent (< fluor < νεολατ. fluor «είδος μετάλλου» + -escent < λατ. -escens, τών μτχ. τών εναρκτικών ρ. σε -esco)].
Dictionary of Greek. 2013.